μυστικόπαθος

μυστικόπαθος
-η, -ο
ο μυστικοπαθής (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυστικοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ρέπει προς το μυστικισμό, που ψάχνει μυστηριώδεις αιτίες σε όλα, ο μυστικόπαθος: Είναι μυστικοπαθής και δεν ξέρουμε τι του συμβαίνει και φέρεται περίεργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”